Στο όνομα του Ήλιου και της μεσημεριανής του λαμπρότητας, στο όνομα της Σελήνης που ανατέλλει μετά απ’ αυτόν, στο όνομα της μέρας που αποκαλύπτει τη λαμπρότητά της, στο όνομα της νύχτας που ρίχνει τα πέπλα της.
Στο όνομα του ουρανού και του Δημιουργού του, στο όνομα της Γης και αυτού που την άπλωσε, μια φορά κι έναν καιρό, πριν από αμέτρητα χρόνια, όταν το σκοτάδι πλανιόταν πάνω από την Τεοτιχουάκαν, οι θεοί μαζεύτηκαν κι άναψαν μια τεράστια φωτιά.
Κάθισαν γύρω της και σκέφτηκαν πώς θα νικήσουν το σκοτάδι.
Όπως λένε οι διηγήσεις που έρχονται από τα χρόνια εκείνα τα σκοτεινά, όταν ακόμη δεν είχε ανατείλει και δύσει ήλιος, οι θεοί συγκεντρώθηκαν και μίλησαν μεταξύ τους.
Γύρω από τη φωτιά ακούστηκαν φωνές που ρωτούσαν:
– Ποιος από μας θα αναλάβει την ευθύνη; Ποιος θα γίνει ο ίδιος ο ήλιος, για να φέρει την ανατολή.
Πρώτος απάντησε ένας θεός ματαιόδοξος και αλαζόνας ο Τεκιζτεκάτλ, όμως, οι υπόλοιποι θεοί επιλέγουν κι έναν ταπεινό και αδύναμο θεό, ο οποίος είχε τολμήσει να σκίσει στη μέση το βουνό της τροφής και να εξασφαλίσει το καλαμπόκι για τη διατροφή των ανθρώπων, τον Ναναχουατζίν.
Αμέσως οι θεοί φτιάχνουν δύο λόφους, ώστε οι δύο θεοί να μπορέσουν να νηστέψουν, να εξαγνιστούν και να μετανοήσουν.
Ήδη η φωτιά της θυσίας δυναμώνει στην ιερή πόλη.
Μέχρι σήμερα μπορεί να διακρίνει κάποιος τις τοποθεσίες όπου στήθηκαν οι λόφοι, αφού εκεί υπάρχουν ακόμη οι πυραμίδες του Ήλιου και της Σελήνης.
Ο Τεκιζτεκάτλ, κατά τη διάρκεια της νηστείας και της αγρύπνιας του προσφέρει τα πιο σπάνια, τα πιο πολυτελή δώρα φτιαγμένα από τα καλύτερα υλικά.
Οι προσφορές του Ναναχουατζίν είναι μικρής υλικής αξίας.
Τα μεσάνυχτα, μετά από τέσσερις ημέρες αγρύπνιας, οι θεοί έντυσαν τον Τεκιζτεκάτλ με πλούσια ρούχα και το Ναναχουατζίν μόνο με χάρτινα ενδύματα.
Οι θεοί περικύκλωσαν τη φωτιά της θυσίας, που ήδη έκαιγε τέσσερις ημέρες, και ζήτησαν από τον Τεκιτζτεκάτλ να πηδήσει μέσα.
Αυτός έτρεξε προς τη φωτιά, όμως, η ζέστη και οι φλόγες τον σταμάτησαν.
Το ίδιο έγινε τέσσερις φορές.
Τότε οι θεοί καλούν τον Ναναχουατζίν να πηδήξει μέσα στις φλόγες.
Εκείνος προετοίμασε την καρδιά του, έκλεισε σφιχτά τα μάτια του και παρέδωσε το σώμα του στην πυρά της θυσίας.
Ο Τεκιζτεκάτλ ντροπιασμένος πηδά κι αυτός στην πυρά της θυσίας κι ακολουθούν ο αετός, που καψάλισε τα φτερά του και ο ιαγουάρος, που το δέρμα του γέμισε με μαύρες βούλες.
Από τότε τα δύο αυτά ζώα έγιναν τα παράσημα για τους γενναίους πολεμιστές.
Μετά το θάνατο των δύο θεών, οι υπόλοιποι περίμεναν ψάχνοντας που θα ξαναεμφανιστούν.
Κοιτώντας προς την ανατολή είδαν τον Ναναχουτζίν να αναδύεται, όχι άρρωστος και ταπεινός, επιστρέφει ανατέλλοντας ως Τονάτιου, ο πύρινος θεός του Ήλιου, αφήνοντας τις αχτίνες του να ξεχυθούν προς όλες τις κατευθύνσεις.
Αμέσως μετά αναδύεται και ο Τεκιζτεκάτλ, το ίδιο λαμπρός με τον Τονάτιου.
Οι δυο τους μοιάζουν τόσο πολύ, που οι θεοί φοβούνται ότι ο κόσμος θα γίνει πολύ φωτεινός.
Ένας από τους θεούς αρπάζει τότε ένα κουνέλι και το πετά στο πρόσωπο του Τεκιζτεκάτλ, πληγώνοντας το πρόσωπό του.
Έτσι, η Σελήνη λάμπει λιγότερο από τον Ήλιο και όταν έχει Πανσέληνο ακόμη διακρίνεται το κουνέλι που πλήγωσε το πρόσωπό της.
Τα δύο ουράνια σώματα, όμως, αρνήθηκαν να κινηθούν και παρέμεναν ακίνητα να αιωρούνται στον ουρανό.
Μάλιστα, ο Τονάτιου, για να κινηθεί απαίτησε την υποταγή και το αίμα των άλλων θεών, εξοργίζοντας το θεό του Αυγερινού, τον Κύριο της Αυγής, ο οποίος του έριξε ένα από τα βέλη του.
Ο Τονάτιου, όχι μόνον αποφεύγει το βέλος, αλλά καταφέρνει να πληγώσει τον Τλαχουϊζκαλπαντεκούτλι. Τότε ο Κύριος της Αυγής μεταμορφώνεται στο θεό της πέτρας και του ψύχους και γι αυτό κάνει πάντα κρύο την ώρα της ανατολής.
Οι θεοί, τότε συμφωνούν να θυσιαστούν και ο Κετζαλκοάτλ αναλαμβάνει να υλοποιήσει την απόφαση. Τότε δημιουργήθηκε ο Ήλιος της Κίνησης ο Νάουϊ Ολίν.
(Πηγές: Histoire de Mechique, Μύθοι και Ιστορία των Λαών, Ινδιάνικα παραμύθια)