Μια φορά κι έναν καιρό
Τα πολύ παλιά χρόνια, πριν ακόμα εμφανιστεί ο άνθρωπος και τα ζώα, την εποχή που τη Γη σκέπαζαν μόνο δάση, ο Ήλιος κατοικούσε στο παλάτι του στην πιο ψηλή βουνοκορφή, για να μπορεί να θαυμάζει ολόκληρη την πλάση.
Νέος όμορφος, λαμπερός και με ζεστή καρδιά κάθε μέρα περπατούσε στη γη σκορπίζοντας χαρά, ζεστασιά, ελπίδα και παρηγοριά.
Του άρεσαν οι κουβέντες και πάντα ήταν καλόγνωμος και καταδεκτικός με όλα τα παιδιά της Μητέρας Φύσης.
Το παλάτι του ήταν πάντα ανοιχτό και πάντα υπήρχε κάποιος επισκέπτης.
Του άρεσε να μιλά με τις ώρες με τους ανέμους, τα σύννεφα, τα άστρα, τη σελήνη.
Όλους τους άκουγε με μεγάλη προσοχή και δεν έκρυβε την αγάπη του για τις γιορτές, το καλό φαγητό και την κουβέντα.
Αλλά και τα υπόλοιπα παιδιά της Μητέρας Φύσης δεν έκρυβαν την συμπάθεια και την αγάπη τους για το νεαρό άρχοντα.
Κάθε φορά που έστελνε τις κόρες τους τις Ακτίνες για να προσκαλέσουν κάποιον στο παλάτι του η πρόσκλησή του γινόταν δεκτή με ενθουσιασμό.
Μάλιστα, κάθε φορά παράγγελνε στους καλεσμένους τους:
-Θα χαρώ πάρα πολύ να δεχτώ εσένα και όλη σου την οικογένεια στο παλάτι μου.
Κανένα από τα παιδιά της Μητέρας Φύσης δεν είχε αρνηθεί ποτέ πρόσκληση του Ήλιου.
Κανένα, εκτός απ’ το Νερό.
Η στάση αυτή του Νερού είχε προβληματίσει το νεαρό άρχοντα και γι αυτό αποφάσισε να ξεδιαλύνει μόνος του την κατάσταση.
Αποφάσισε ότι θα πήγαινε ο ίδιος στο παλάτι του Νερού και θα το προσκαλούσε.
Στην περίπτωση που κι αυτή τη φορά το Νερό αρνιόταν την πρόσκλησή του ήταν αποφασισμένος να μάθει το λόγο.
Μάλιστα, δεν θα δίσταζε να ζητήσει ταπεινά συγγνώμη αν με κάποιον τρόπο είχε προσβάλλει το Νερό και θα του εξηγούσε ότι επρόκειτο για παρεξήγηση.
Έτσι, λοιπόν, έφτασε στο παλάτι του Νερού και το βρήκε καθισμένο στην αναπαυτική του πολυθρόνα.
Το Νερό μόλις τον είδε από μακριά σηκώθηκε και πήγε να τον καλωσορίσει.
-Καλώς ήρθες άρχοντα Ήλιε στο παλάτι φώναξε.
-Πέρασε, πέρασε του έγνεψε κάνοντάς του βαθιά υπόκλιση και συνέχισε,
-Τί σε φέρνει στα μέρη μου;
-Ήρθα να σε προσκαλέσω εσένα κι όλη σου την οικογένεια στο παλάτι μου, είπε ο Ήλιος.
-Μα, είπε το Νερό, άρχοντα Ήλιε η οικογένειά μου είναι μεγάλη και μάλλον δεν θα χωρέσει στο παλάτι σου.
Συγγνώμη δεν θέλω να σε προσβάλλω, αλλά βλέπεις έχω συγγενείς αμέτρητους και δεν θα ήθελα να σου δημιουργήσουμε προβλήματα.
Αυτός είναι και ο λόγος που μέχρι σήμερα δεν έχω ανταποκριθεί στις προσκλήσεις σου.
-Το παλάτι μου είναι πολύ μεγάλο και χωράει εσένα κι όλη σου την οικογένεια, είπε ο Ήλιος.
-Μην ανησυχείς δεν πρόκειται να δημιουργηθεί κανένα πρόβλημα.
Αύριο σε περιμένω με όλη σου την οικογένεια.
Θα σας περιμένω να σας υποδεχτώ.
Την άλλη μέρα λοιπόν το Νερό και όλη του η οικογένεια έφτασε στο παλάτι του Ήλιου.
Ο νεαρός άρχοντας ήταν, ήδη, στην πόρτα και περίμενε να υποδεχτεί τους καλεσμένους του.
Έφτασαν στην ώρα τους όλοι.
Ήρθαν οι Θάλασσες, τα Ποτάμια, η Βροχή, οι Καταιγίδες, οι Θύελλες, οι Λίμνες, τα Χιόνια, οι Παγετώνες…..
Όλοι οι συγγενείς του Νερού άρχισαν να πλημμυρίζουν το παλάτι και τότε ο Ήλιος ανέβηκε στον πρώτο όροφο, αλλά κι εκείνος σε λίγο πλημμύρισε, ο ήλιος πήγαινε στο επόμενο όροφο και στη συνέχεια στον επόμενο και στον επόμενο, για να μπουν οι καλεσμένοι του στο παλάτι.
Στο τέλος το παλάτι είχε πλημμυρίσει και ο Ήλιος αναγκάστηκε να ανεβεί στον πιο ψηλό πύργο του, εκεί που ο πύργος άγγιζε τον Ουρανό, αλλά σε λίγο οι συγγενείς του Νερού έφτασαν κι εκεί.
-Στο είπα ότι έχω μεγάλη οικογένεια και δεν θα χωρούσε στο παλάτι σου άρχοντα Ήλιε και να τώρα που δεν έχει μείνει καθόλου χώρος για σένα, του φώναξε το Νερό.
Κι ο Ήλιος που δεν μπορούσε πια να σταθεί ούτε στο ψηλότερο πύργο του παλατιού του, αφού υπήρχε κίνδυνος να παρασυρθεί από την οικογένεια του Νερού, δίνει ένα σάλτο και σκαρφάλωσε στον Ουρανό.
Ποτέ πια δεν ξαναγύρισε στο παλάτι του και από τότε συνηθίζει να κόβει βόλτες στον Ουρανό και να μιλά με τα παιδιά της Φύσης από κει ψηλά.