Κάποτε
Σε μια μικρή πόλη ζούσε ένας λιθοξόος, ο οποίος πήγαινε κάθε μέρα σε έναν υπέροχο βράχο, στην πλευρά ενός μεγάλου βουνού και έκοβε κομμάτια μάρμαρο για ταφόπλακες ή για σπίτια.
Αγαπούσε την δουλειά του και γνώριζε όλα τα πετρώματα και τα είδη τους και ήξερε κάθε πέτρα που μπορούσε να χρησιμοποιηθεί.
Ήταν προσεκτικός και είχε πολλούς πελάτες.
Παρ’ όλο που η δουλειά του ήταν κουραστική ήταν αρκετά χαρούμενος και ικανοποιημένος.
Στο βουνό που δούλευε, καθώς λέγανε οι ντόπιοι ζούσε ένα πνεύμα που βοηθούσε τους ανθρώπους. Ωστόσο, ο λιθοξόος δεν είχε δει ποτέ τέτοιο πνεύμα, και δεν τους πίστευε.
Μια μέρα ο λιθοξόος πήγε ένα κομμάτι μάρμαρο στο σπίτι ενός πλούσιου άνδρα.
Το σπίτι ήταν υπέροχα φτιαγμένο και διακοσμημένο αλλά εκείνο που τον εντυπωσίασε ήταν η κρεβατοκάμαρες του σπιτιού, με τα τεράστια κρεβάτια και τις μεταξωτές κουρτίνες που ούτε καν είχε ονειρευτεί.
Την άλλη μέρα όταν πήγε στο βουνό να κόψει ένα καινούργιο μάρμαρο, η δουλειά του, του φάνηκε σκληρή και κακοπληρωμένη και είπε στον εαυτό του:
” Ω, αν μπορούσα να ήμουν ένας τόσο πλούσιος. Να μπορούσα να κοιμηθώ σε ένα κρεβάτι με μεταξωτές κουρτίνες και χρυσές φούντες. Πόσο χαρούμενος θα ήμουν “.
Στην στιγμή, μια φωνή του απάντησε:
“Η επιθυμία σου εισακούστηκε. Είσαι πλούσιος”.
Ο λιθοξόος κοίταξε γύρω, αλλά δεν είδε κανένα και δεν έδωσε μεγαλύτερη σημασία στο θέμα.
Επειδή όμως δεν ήθελε να δουλέψει άλλο πήρε τα εργαλεία του και γύρισε στο σπίτι του.
Όμως όταν έφτασε μπροστά στο σπίτι του σταμάτησε θαμπωμένος.
Αντί για την ξύλινη καλύβα του στην θέση της βρήκε ένα αρχοντικό παλάτι.
Μέσα υπήρχαν υπέροχα έπιπλα, και το πιο υπέροχο από όλα ήταν το κρεβάτι, πολύ πιο όμορφο από αυτό που είχε ζηλέψει.
Έτσι άρχισε την νέα του ζωή ως πλούσιος.
Σιγά σιγά καλοκαίριαζε και η ζέστη δυνάμωνε.
Ένα πρωί που η ζέστη ήταν τόσο μεγάλη που ο λιθοξόος δεν μπορούσε να δουλέψει άλλο, σκέφτηκε να γυρίσει στο σπίτι του.
Δεν είχε σταματήσει να δουλεύει αλλά επειδή ήταν πλέον πλούσιος , δούλευε μόνο λίγες ώρες κάθε μέρα.
Ενώ μάζευε τα εργαλεία του, είδε στον κοντινό δρόμο να περνά μια μικρή άμαξα, στολισμένη με χρυσά και κόκκινα υφάσματα και μικρά φαναράκι.
Από πίσω ακολουθούσαν υπηρέτες ντυμένους με μπλε και ασημί στολές.
Στην άμαξα ήταν ένας πρίγκιπας, και πάνω από το κεφάλι του κρατούσε μια ολόχρυση ομπρέλα για να τον προστατεύσει από τις ακτίνες του ήλιου.
«Ω, αν ήμουν μόνο πρίγκιπας».
Είπε ο λιθοξόος στον εαυτό του.
«Ω, αν ήμουν μόνο πρίγκιπας, και μπορούσα να πάω με μια τέτοια άμαξα στο σπίτι μου και να κρατάω μια τέτοια χρυσή ομπρέλα. Δεν θα χρειαζόταν να πηγαίνω με τα πόδια.
Ω, πόσο χαρούμενος θα ήμουν “.
“Η επιθυμία σου εισακούστηκε. Είσαι πρίγκηπας” αντήχησαν τα δέντρα.
Και ήταν ένας πρίγκιπας.
Μπροστά από την χρυσοποίκιλτη άμαξά του πήγαινε μια παρέα ανδρών και πίσω της έξι υπηρέτες ντυμένοι με κόκκινες και χρυσαφί στολές.
Ένας από αυτούς του έδωσε μια υπέροχη , ολόχρυση ομπρέλα, την πολυπόθητη.
Είχε ότι ήθελε η καρδιά του και ήταν δική του.
Χαρούμενος ανέβηκε στην άμαξα.
Μέχρι να φτάσει όμως σπίτι του, παρά την ομπρέλα το πρόσωπό του είχε καεί από τον ήλιο.
Την άλλη μέρα που πήγε πάλι να δουλέψει το πρόσωπό του κάηκε πιο πολύ παρ’ όλο που ένας υπηρέτης κράταγε πάνω από το κεφάλι του την ομπρέλα όσο δούλευε.
Ο λιθοξόος θύμωσε και φώναξε: «Ο ήλιος είναι πιο δυνατός από εμένα, ω, αν ήμουν ο ήλιος.
Πόσο ευτυχισμένος θα ήμουν»
“Η επιθυμία σου εισακούστηκε. Ο ήλιος θα είσαι.” Ψιθύρισαν οι πεταλούδες.
Και ο λιθοξόος έγινε ο ήλιος.
Α τι ωραία που ήταν.
Ένιωθε περήφανος για τη δύναμή του.
Έριξε τις ακτίνες του πάνω στη γη και γύρω στον ουρανό.
Έκαψε το γρασίδι στα χωράφια και καψάλισε τα πρόσωπα των πριγκίπων , των αρχόντων των φτωχών.
Αλλά η δυσαρέσκεια για άλλη μια φορά γέμισε την ψυχή του, και όταν ένα σύννεφο κάλυψε το πρόσωπό του, και έκρυψε τη γη από αυτόν, φώναξε με δυνατή φωνή:
“Το σύννεφο κρατά αιχμάλωτες τις ακτίνες μου, και είναι πιο δυνατό από εμένα.
Ω, ότι ήμουν σύννεφο θα ήμουν ισχυρότερος από οποιοδήποτε άλλο “.
Τότε το αεράκι απάντησε με λεπτή φωνούλα: “: “Η επιθυμία σου εισακούστηκε. Είσαι ένα σύννεφο”.
Και έγινε ένα σύννεφο .
Τι καλά που ένοιωθε!
Ήταν ανάμεσα στον ήλιο και τη γη.
Έκρυβε τις ακτίνες του ήλιου ή τις άφηνε να περνάνε όποτε ήθελε!
Άλλοτε έριχνε βροχή άλλοτε όχι άλλοτε γινόταν λευκό σαν βαμβάκι και άλλοτε γκρίζο και σκοτεινό. Στη χαρά του κράτησε τις ακτίνες του ήλιου και έριξε ψιλή βροχούλα.
Η γη έγινε πράσινη και άνθησαν τα άνθη.
Αλλά σε λίγο βαρέθηκε.
Έριξε δυνατή βροχή μέχρι που τα ποτάμια να ξεχειλίσουν και οι καλλιέργειες ρυζιού να γεμίσουν στο νερό.
Αυτό άρεσε στους κατοίκους που τον παρακαλούσαν να τους στείλει κι άλλη βροχή.
Και έριξε δυνατή βροχή, καταιγίδα.
Οι πόλεις και τα χωριά καταστράφηκαν από τη δύναμη της βροχής.
Δεν έμεινε τίποτε στην γη.
Μόνο ο μεγάλος βράχος στην πλαγιά του βουνού εκεί που συνήθιζε να δουλεύει.
Έκπληκτος Αναρωτήθηκε:
“Είναι λοιπόν ο βράχος πιο δυνατός από εμένα; Ω, ας γινόταν να ήμουν ο βράχος”.
Και το πνεύμα απάντησε:
“Η επιθυμία σου εισακούστηκε. Βράχος θα είσαι”.
Και έγινε βράχος δοξασμένος και πασίγνωστος για δύναμή του.
Με υπερηφάνεια στάθηκε στην μέση τους κάμπου.
Ούτε η θερμότητα του ήλιου ούτε η δύναμη της βροχής θα μπορούσε να τον κινήσει.
“Αυτό είναι το καλύτερο από όλα”. Είπε στον εαυτό του.
Μια μέρα, ενώ απολάμβανε την ηρεμία του κάμπου άκουσε έναν θόρυβο στα πόδια του.
Έναν γνώριμο θόρυβο.
Όταν κοίταξε προς τα κάτω για να δει τι είναι, είδε έναν νεαρό λιθοξόο να δουλεύει.
Ένα αίσθημα τρόμου διαπέρασε το κορμί του.
Ξαφνικά ένα μεγάλο κομμάτι του έσπασε και έπεσε στο έδαφος.
Τότε φώναξε με οργή:
«Ένα απλό παιδί , ένας λιθοξόος είναι πιο δυνατός από ένα βράχο; Αχ να μπορούσα να ήμουν λιθοξόος».
{Ventalia}