Μια φορά κι έναν καιρό, όταν ακόμη ο άνθρωπος ήταν πολύ νέος, δηλαδή πριν από χρόνια που κανείς δεν μπορεί να υπολογίσει, όταν τα δύο δέντρα που κρατούσαν τον ουρανό να μην πέσει πάνω στη γη μόλις είχαν δημιουργηθεί, ήταν η εποχή των 10 Ήλιων.
Η εποχή που ακόμη η δημιουργία της πλάσης δεν είχε ολοκληρωθεί και τα πράγματα δεν είχαν πάρει το καθένα τη θέση του.
Εκείνη την εποχή υπήρχαν δέκα Ήλιοι οι οποίοι διέσχιζαν τον Ουρανό, με τη σειρά, ένας κάθε ημέρα. Το χαρακτηριστικό τους ήταν ο μεγάλος εγωισμός.
Ο καθένας τους πίστευε ότι αυτός ήταν ο καλύτερος και κατά συνέπεια αυτός έπρεπε να κυριαρχήσει.
Οι διαμάχες μεταξύ τους δημιουργούσαν πολλά προβλήματα και μάταια το Συμβούλιο των Θεών προσπαθούσε να τους πείσει πώς όλα τα πνεύματα και τα πλάσματα δεν είχαν το δικαίωμα να υπερεκτιμούν τις δυνατότητές τους και τη χρησιμότητά τους.
Επειδή, όμως, κανείς από τους δέκα Ήλιους δεν ήθελε να πιστέψει κάτι τέτοιο και κυρίως να παραχωρήσει τη σειρά του σε κάποιον άλλον αποφάσισαν να μαζευτούν και κάθε μέρα να διασχίζουν όλοι μαζί τον ουρανό.
Η απόφαση αυτή των Ήλιων είχε καταστροφικά αποτελέσματα γιατί η θερμοκρασία της Γης άρχισε να ανεβαίνει επικίνδυνα και να απειλούνται όλες οι μορφές ζωής.
Οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να αντέξουν, αλλά ούτε τα ζώα και τα φυτά. Μάταια το συμβούλιο των θεών προσπάθησε να τους κάνει να αλλάξουν γνώμη.
Τότε ήταν που αποφάσισαν ότι έπρεπε να καταφύγουν στο Μεγάλο Πνεύμα, τον Πατέρα των Ανθρώπων και να του ζητήσουν τη βοήθειά του, γιατί ολόκληρη η πλάση βρισκόταν σε μεγάλο κίνδυνο.
Ο Πατέρας των Ανθρώπων, αφού ενημερώθηκε, αποφάσισε ότι δεν υπήρχε άλλη λύση από το να στείλει τον Κόνδορα στο Αστέρι της Αυγής, για να ζητήσει τη βοήθεια του φημισμένου τοξότη Γι, για να επιβάλει τη θέληση του Μεγάλου Πνεύματος.
Πράγματι ο τοξότης Γι κατέβηκε από τους ουρανούς κουβαλώντας το τόξο, με τον οποίο τον είχε οπλίσει ο θεός του Ανέμου και μ’ αυτό μπορούσε να σκοτώσει Θεούς και Ανθρώπους.
Ο Γι κατοικούσε στον Αυγερινό, ώστε να μην μπορεί να κλέψει κανείς το μαγικό του τόξο, το οποίο είχε εντολή από το Θεό του Ανέμου να το χρησιμοποιήσει μόνον και εφόσον η πλάση βρισκόταν σε μεγάλο κίνδυνο.
Η μονομαχία του Γι με τους Ήλιους διήρκεσε μέρες ολόκληρες και ήταν τόσο σκληρή που θεοί και άνθρωποι είχαν καταληφθεί από μεγάλο τρόμο.
Στο τέλος, όμως, κατάφερε να σκοτώσει τους εννέα Ήλιους.
Στο τέλος κατάφερε να επιζήσει μόνον εκείνος ο Ήλιος που η Θεά του ήταν γυναίκα και οι υπόλοιποι θεοί την ονόμαζαν δίκαιη Αματεράσου.
Προστάτευε τις γυναίκες, τα παιδιά, λάτρευε τα ζώα και τα φυτά και ποτέ δεν είχε εμπλακεί στους καυγάδες των αδελφών της.
Η θεά του δέκατου Ήλιου είχε γεννηθεί από τα δάκρυα που έσταξαν από το δεξί μάτι του Θεού Ιζανάγκι.
Ήταν η ανώτερη των θεών και βασίλευε με δικαιοσύνη, φώτιζε και ζέσταινε τη γη.
Στην αρχή όλα πήγαιναν καλά, μέχρι που αδελφός της, ο Θεός της Καταιγίδας, Σουσάνο Γούο, αποφάσισε να αποδείξει την ανωτερότητά του.
Άρχισε, λοιπόν να ενοχλεί την αδελφή του, στέλνοντας καταιγίδες και ισχυρούς ανέμους, για να την κάνει να αποδεχθεί ότι ήταν ισχυρότερος από αυτή. Καθημερινά την προκαλούσε να μονομαχήσουν.
Η Αματεράσου, όμως, που απέφευγε τους καυγάδες και δεν ήθελε να μονομαχήσει με τον αδελφό της, αποφάσισε μια μέρα να κρυφτεί στη πιο σκοτεινή σπηλιά του ουρανού, κλείνοντας, μάλιστα, την είσοδό της με μια τεράστια πέτρα.
Ο κόσμος βυθίστηκε στο σκοτάδι και στη λύπη.
Πανικός επικράτησε στη γη.
Μάταια οι άνθρωποι την παρακαλούσαν να βγει από την κρυψώνα της και να τους ζεστάνει με το φως της.
Αφού οι επικλήσεις τους δεν είχαν αποτελέσματα, τότε οι άνθρωποι άρχισαν να παρακαλούν όλους τους θεούς να πείσουν την Αματεράσου να εγκαταλείψει τη σπηλιά της.
Το Μεγάλο Πνεύμα, ακούγοντας τις επικλήσεις των ανθρώπων, έστειλε τον Κόνδορα να πετάξει απ’ άκρη σ’ άκρη στους ουρανούς και να καλέσει όλους τους θεούς να μαζευτούν, διότι για μια ακόμη φορά, η πλάση ολόκληρη βρισκόταν σε μεγάλο κίνδυνο.
Οκτώ εκατομμύρια θεοί μαζεύτηκαν έξω από τη σπηλιά και παρακάλεσαν την Αματεράσου να εμφανιστεί. Της υποσχέθηκαν ότι ουδείς θα την προκαλούσε πλέον, όμως εκείνη πεισματικά έμενε στην κρυψώνα της, αρνούμενη να την εγκαταλείψει.
Ούτε τα δάκρυα των ανθρώπων, ούτε η συγγνώμη για την άπρεπη συμπεριφορά του αδελφού της την έπεισαν.
Τότε το Μεγάλο Πνεύμα σκέφθηκε να καλέσει όλες τις χάρες και τις αξίες που είχαν δημιουργηθεί για να συνοδεύουν τη ζωή, για να πείσουν τη Θεά του Ήλιου να βγει απ’ τη σπηλιά.
Μόνον η Τρέλα, που απ’ την αρχή της Δημιουργίας συνοδεύει τον Έρωτα, έκανε μια πρόταση.
Ζήτησε από τον Κόνδορα να της φέρει έναν κόκορα, έναν καθρέφτη, ένα περιδέραιο με πολύτιμα πετράδια και μια ξύλινη σκάφη.
Σε λίγο ο Κόνδορας είχε μαζέψει όλα τα αντικείμενα που είχε ζητήσει η Τρέλα.
Στην αρχή οι Θεοί άναψαν μεγάλες φωτιές, ώστε να φωτιστεί καλά ο χώρος έξω από τη σπηλιά. Φωτίστηκε τόσο καλά που ο Ουρανός φαινόταν σαν να είχε πάρει φωτιά απ’ τη μια άκρη του ως την άλλη.
Διάλεξαν ένα μεγάλο και δυνατό δέντρο και κρέμασαν τον καθρέφτη και τα πετράδια, ώστε να αστραποβολούν από τις τεράστιες φλόγες.
Μετά η Τρέλα άγγιξε τον κόκορα και τον έκανε να φωνάζει, όπως όταν ξημέρωνε, ενώ τη σκάφη την έβαλαν κάτω στη γη για να πέφτουν μέσα οι στάχτες από τις φωτιές.
Τότε οι θεοί όλοι μαζί άρχισαν να τραγουδούν, τάχα, για να υμνήσουν τη γέννηση ενός νέου, λαμπρότερου Ήλιου, από την Αματεράσου.
Η περιέργεια οδήγησε την Αματεράσου να ανοίξει τον βράχο που έκλεινε την είσοδο της σπηλιάς και να βγει, για να δει τον καινούργιο Ήλιο.
Μόλις η Αματεράσου εγκατέλειψε τη σπηλιά, ο Κόνδορας, έκλεισε με τη ξύλινη σκάφη, που είχε τις στάχτες από τις φωτιές, την είσοδό της.
Η σκοτεινότερη σπηλιά του Ουρανού σφραγίστηκε για πάντα κι από τότε ο ένας και μοναδικός Ήλιος καθημερινά χαμογελά στη Γη.
{Από τους μύθους των Ίνκας, των Κινέζων και των Ιαπώνων}