Τι είναι το εσωτερικό παιδί
Είναι το μικρό παιδί που υπήρξαμε στο παρελθόν.
Το ίδιο παιδί ζει και τώρα μέσα μας και μας επηρεάζει σαν ενήλικες.
Είναι το κομμάτι του ψυχισμού μας που ζητάει αγάπη, φροντίδα και θρέψη.
Είναι το συναισθηματικό και ευαίσθητο κομμάτι που ζει μέσα μας και που συνήθως το ελέγχουμε ή το κρύβουμε.
Είναι το δημιουργικό, ευφάνταστο, ελεύθερο και αυθόρμητο κομμάτι μας.
Στην ενήλικη ζωή μας, έχουμε προσπαθήσει να το βάλουμε σε καλούπι, οδηγώντας τη ζωή μας σε μία βαρετή μονοτονία.
Είναι το διασκεδαστικό, αγαπησιάρικο, χαρούμενο κομμάτι μας, που ζούσε όταν ήμασταν μικροί, και που τώρα έχει αντικατασταθεί από έναν σοβαρό, εγκεφαλικό και γκρίζο ενήλικα.
Είναι το κομμάτι μας που εμπιστεύεται, που δεν φοβάται τις αλλαγές και που βλέπει τη ζωή με την καρδιά του.
Είναι το κομμάτι μέσα μας που έχει πνευματικότητα, σιωπή και την ικανότητα να βλέπει τις θεϊκές διαστάσεις της ζωής.
Τέλος, είναι το ποιοι θα μπορούσαμε να είμαστε σαν ενήλικες, αν ξαλαφρώναμε λίγο, αν αφήναμε την σοβαρότητα, τον έλεγχο και τους φόβους μας και αποδεχόμασταν την αλλαγή και τη ροή στη ζωή μας.
Πως κάνει αισθητή την παρουσία του το εσωτερικό παιδί
Το «Αιώνιο παιδί» ή ο εκλαϊκευμένος όρος «εσωτερικό παιδί», που οι περισσότεροι χρησιμοποιούν σήμερα,εμφανίζεται πολύ συχνά στα όνειρα.
Η γνωριμία με το εσωτερικό μας παιδί, μέσω των ονείρων , μπορεί να μας διαφυλάσσει πολλές εκπλήξεις.
Ο εντοπισμός της παρουσίας του, η ανάλυση των χαρακτηριστικών του, η αναγνώριση της μεγάλης του δύναμης και η σύνδεση με την ενέργειά του, διευρύνει τη συνειδητότητα και την ποιότητα ζωής του ατόμου.
Ο ρόλος του εσωτερικού παιδιού στα ψυχικά μας δρώμενα, είναι πολύ σημαντικός.
Ο παραγκωνισμός του μπορεί να εξηγήσει την ξαφνική ανησυχία που μας καταλαμβάνει, ή τη μελαγχολία, το κενό και την έλλειψη ενθουσιασμού στη ζωή μας ή ακόμη και τον φόβο της εγκατάλειψης.
Το εσωτερικό μας παιδί, ακόμα κι αν δεν αναγνωρίζουμε την ύπαρξή του, κάνει αισθητή την παρουσία του, με χίλιους δυο τρόπους : με ψυχολογικές μεταπτώσεις, με ψυχοσωματικές ενοχλήσεις και μέσα από τα όνειρα.
Πως οι μηχανισμοί άμυνας σκέπασαν και αποξένωσαν το εσωτερικό παιδί
Γιατί πρέπει να χρησιμοποιήσει την ονειρική οδό ή ακόμα χειρότερα τα ψυχοσωματικά συμπτώματα, για να κάνει αισθητή την παρουσία του το εσωτερικό παιδί;
Διότι γύρω από αυτό το ψυχικό όργανο, κατά τη διάρκεια της ανάπτυξής μας , αναπτύχθηκε ένα ολόκληρο αμυντικό σύστημα, οι προσωπικότητές μας, δηλαδή οι μάσκες μας, οι θωρακίσεις μας.
Είναι κατανοητό ότι μεγαλώνοντας σε ένα κόσμο που δεν είναι αγγελικά πλασμένος, έχουμε ανάγκη από συστήματα προστασίας, αλλά το αμυντικό μας σύστημα συχνά καταλήγει να φυλακίζει ερμητικά αυτή την ευαίσθητη πλευρά μας και να την κάνει απροσπέλαστη.
Το τίμημα για να γίνουμε αποδεκτοί στον κόσμο των «μεγάλων» είναι ακριβό : να χάσουμε την επαφή με το εσωτερικό μας παιδί.
Όλοι έχουμε υπάρξει μικροί και ανυπεράσπιστοι, όλοι έχουμε δεχτεί προσβολές και άδικες επιθέσεις, όλοι φοβηθήκαμε να εναντιωθούμε μήπως χάσουμε την ασφάλεια, την αποδοχή και την αγάπη των γονιών μας.
Το παιδί για να επιβιώσει χρειάζεται την αποδοχή των γονιών του και για το σκοπό αυτό θυσιάζει μεγάλο μέρος του αυθορμητισμού και της αυθεντικότητάς του στο βωμό των κοινωνικών αξιών.
Σιγά σιγά κρύβεται παντελώς πίσω από μάσκες ευπαρουσίαστες, αλλά μη αυθεντικές.
Αυτή η φυγόκεντρη πορεία μπορεί να συνεχιστεί για πολλά χρόνια , ίσως και για όλη τη ζωή.
Ζούμε τη ζωή που οι άλλοι επέλεξαν πριν από μας, για μας.
Ακόμη κι αν καταφέρουμε να έχουμε εξωτερική επιτυχία αυτό δεν μας χαρίζει εσωτερική χαρά και πληρότητα.
Κάποια στιγμή η αυτόματη, ετεροκατευθυνόμενη πορεία διακόπτεται απότομα από μηχανική βλάβη της αμαξοστοιχίας και τότε έχουμε την μεγάλη ευκαιρία να κάνουμε ένα απολογισμό και να αλλάξουμε, έστω και καθυστερημένα κατεύθυνση.
Μερικοί δεν αντέχουν τις ριζικές αλλαγές και θεωρούν λιγότερο οδυνηρή την ταυτότητα του αρρώστου.
Τι μας συνέβη; Το πληγωμένο παιδί
Όλοι μας, σαν παιδιά, πήραμε το μήνυμα από το οικογενειακό και κοινωνικό μας περιβάλλον ότι δεν είμαστε εντάξει έτσι όπως είμαστε.
Το μήνυμα αυτό έφτασε σε εμάς λεκτικά ή ενεργειακά με διαφορετικούς τρόπους.
Κάποιους από εμάς μας αμέλησαν, μας παράτησαν ή μας έκαναν να αισθανθούμε ανεπιθύμητοι.
Άλλους μας κριτίκαραν, μας έθεσαν υψηλούς στόχους με αντάλλαγμα την αγάπη και μας χειραγώγησαν. Άλλους, πάλι, μας έπνιξαν με την υπερπροστασία, στερώντας μας τη δυνατότητα να κάνουμε λάθη και να μάθουμε από αυτά.
Στην χειρότερη περίπτωση, μας κακοποίησαν σωματικά, συναισθηματικά ή σεξουαλικά.
Οι γονείς μας θεωρούσαν ότι μας εκπαίδευαν με αγάπη και εν μέρει είναι όντως αλήθεια, αλλά αυτή η αγάπη βασιζόταν συνήθως σε έναν απλό κανόνα:
«Σε αγαπάω, μόνο αν…».
Όποια και να ήταν η κατάσταση στην οικογένεια μας, όλοι λάβαμε το μήνυμα ότι έπρεπε να φερόμαστε με έναν συγκεκριμένο τρόπο και έτσι υιοθετήσουμε έναν ρόλο, για να μας αγαπάνε και να ανήκουμε στο οικογενειακό σύστημα.
Εμείς, λόγω της βαθιάς μας ανάγκης να είμαστε συνδεδεμένοι με την πηγή της αγάπης, δηλαδή την οικογένεια μας, είπαμε «ναι» σε αυτόν τον ρόλο.
Αποκοπήκαμε από την ουσία μας, αφού αυτή δεν ταίριαζε με την οικογένεια μας, και πήραμε βαθιές αποφάσεις.
Κάποιοι αποφασίσαμε να μεγαλώσουμε γρήγορα, να γίνουμε υπερβολικά υπεύθυνοι και να θέσουμε πιθανώς πολύ ψηλούς στόχους, που για να τους πετύχουμε περιορίσαμε τις φυσικές, παιδικές μας ανάγκες για παιχνίδι και χαρά.
Άλλοι γίναμε υποχωρητικοί, συμβιβαστικοί, λέγοντας πάντα «ναι», χωρίς απαραίτητα να το εννοούμε.
Και με αυτόν τον τρόπο αποκοπήκαμε από τον θυμό μας.
Κάποιοι ταυτιστήκαμε με έναν αρνητικό ρόλο, γίναμε τα μαύρα πρόβατα της οικογένειας, οι επαναστάτες.
Λέγοντας πάντα «όχι», εγκλωβιστήκαμε μέσα σε αυτόν το ρόλο και ζούμε τη ζωή μέσα σε μία αναίτια αντίδραση.
Άλλοι πάλι, αποσυρθήκαμε σε ένα ρομαντικό, ευφάνταστο κόσμο και γίναμε απόντες από την ίδια μας τη ζωή.
Τέλος, κάποιοι ταυτιστήκαμε με τους ρόλους των γονιών μας και γίναμε επικριτικοί ή κατηγορηματικοί απέναντι στα ίδια τα παιδιά μας.
Παρότι υιοθετήσαμε αυτούς τους ρόλους με επιτυχία, αναγκαστήκαμε να αποκοπούμε από τον εαυτό μας.
Και αυτή η αποκοπή δεν έγινε χωρίς πόνο.
Βαθιά μέσα μας, το εσωτερικό μας παιδί πληγώθηκε πολύ από αυτή την «εκπαίδευση», κυρίως γιατί δεν μας δέχτηκαν και δεν μας αγάπησαν για αυτό που είμαστε.
Όλες αυτές οι πληγές, είναι το πληγωμένο παιδί μέσα μας.
Το πληγωμένο παιδί μέσα μας συνεχίζει να ζει στην ενήλικη ζωή μας.
Μέσα από τους ίδιους ρόλους, επικοινωνούμε με τους φίλους και τους αγαπημένους μας.
Υποσυνείδητα, προβάλλουμε το παρελθόν στις τωρινές μας σχέσεις, περιμένοντας να μας αγαπήσουν με τον ίδιο λάθος τρόπο.
Δυστυχώς, όμως, οι άλλοι μας πληγώνουν με τον ίδιο τρόπο όπως και στο παρελθόν.
Έτσι καταλήγουμε να αισθανόμαστε συνεχώς τον ίδιο πόνο.
Κάτι πρέπει να γίνει
Το πληγωμένο μας παιδί ζει μέσα στις σκέψεις μας και στην συμπεριφορά μας, στον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε τη ζωή.
Ζει μέσα στο συναίσθημα μας, στον τρόπο που αντιδρούμε συναισθηματικά στις καταστάσεις που μας συμβαίνουν και στο πώς αισθανόμαστε για εμάς και τους γύρω μας.
Τέλος, ζει και μέσα στο σώμα μας, με τη μορφή εντάσεων στους μύες και στα όργανά μας.
Όλα τα συναισθήματα που χρειάστηκε να καταπιέσουμε δημιούργησαν μία μυϊκή πανοπλία στο σώμα μας.
Οι μύες μας, είτε σκλήρυναν και πάγωσαν είτε κατέρρευσαν, για να κρατήσουν τον απωθημένο πόνο, τον θυμό και την ντροπή της παιδικής μας ηλικίας.
Ο ρόλος μας, θα μπορούσαμε να πούμε, στερεοποιείται γύρω από το σώμα μας.
Η δουλειά με το εσωτερικό παιδί
Χρειάζεται λοιπόν να δουλέψουμε με τον πρωταρχικό πόνο της παιδικής μας ηλικίας, για να κερδίσουμε πάλι τον αληθινό εαυτό μας.
Σε ένα ασφαλές περιβάλλον, μαζευόμαστε για να ανακαλύψουμε τον ρόλο που μας δόθηκε.
Βασιζόμαστε στη συναισθηματική, υποκειμενική μας αλήθεια για την παιδική μας ηλικία.
Ανακαλύπτουμε το πληγωμένο εσωτερικό μας παιδί και κατανοούμε πώς, υποσυνείδητα, επαναλαμβάνουμε την ίδια πληγή στην τωρινή μας ζωή.
Βλέπουμε τις υποσυνείδητες αποφάσεις που έχουμε πάρει και νιώθουμε την ένταση τους στο σώμα μας.
Με βιοενεργειακές ασκήσεις και την τεχνική του pulsation-breath, υποστηρίζουμε το πληγωμένο μας παιδί να εκφράσει τον πόνο και τον θυμό που έχει καταπιέσει μέσα από το σώμα μας.
Με τη φωνή μας, εκφράζουμε λεκτικά αυτά που δεν μπορούσαμε να πούμε σαν παιδιά.
Όταν έχουμε εκφράσει τον παλιό πόνο, μπορούμε να αισθανθούμε το σώμα μας να ζωντανεύει ξανά.
Το εσωτερικό μας παιδί, έχοντας εκφράσει αυτά που πάντα ήθελε αλλά ποτέ δεν τολμούσε να πει, παίρνει πάλι ζωή.
Από τη μία, αρχίζουμε να νιώθουμε πραγματική αγάπη και συμπόνια για εμάς και τους γονείς μας, ανοίγοντας έτσι το δρόμο για να συμβεί μέσα μας πραγματική συγχώρεση.
Από την άλλη, ο αυθορμητισμός και η δύναμη του παιδιού μέσα μας επιστρέφει και φέρνει μαζί του μία βαθιά γνώση για το τι πρέπει να κάνουμε, προκειμένου να φέρουμε τις ποιότητές του στην ενήλικη ζωή μας.
Το μαγικό εσωτερικό παιδί
Είναι το « μαγικό παιδί», όπως υποστηρίζουν μερικοί, ο πραγματικός και αυθεντικός μας Εαυτός;
Θα λέγαμε ότι είναι μια αθώα πρόγευση του Παραδείσου.
Τα παιδιά ζουν για λίγο και ασυνείδητα αυτή την μαγική περίοδο χάριτος, την οποία καλούνται σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό να εγκαταλείψουν για να ενσωματωθούν στον «πραγματικό» κόσμο των μεγάλων.
Μερικές φορές αυτή η μετάβαση γίνεται ομαλά και αρκετά στοιχεία της παιδικής ευλογίας μπορούν να διασωθούν και να ενταχθούν αρμονικά στην ενήλικη προσωπικότητα.
Άλλες πάλι η προσγείωση είναι ανώμαλη και τραυματική.
Μεγαλώνοντας, όσοι διαθέτουν μια μεγάλη νοσταλγία για την διάσταση της αρμονίας που δοκίμασαν μικροί, μπορούν να προσπαθήσουν να την ξανακερδίσουν αλλά σε μια πιο ώριμη και συνειδητή μορφή.
Το ζητούμενο είναι μεγαλώνοντας να μη χάσουμε ή να ξανακερδίσουμε την αίσθηση της ολότητας, του θαυμασμού, του παιχνιδιού, του ενθουσιασμού, της απλότητας, της δημιουργικότητας και του αυθορμητισμού.
Πως μπορούμε να βγούμε από τη χώρα της παιδικής φαντασίας διατηρώντας ακέραιες τις καλύτερες παιδικές ποιότητες;
Πρέπει να γνωρίσουμε το εσωτερικό μας παιδί σε όλες τις όψεις του, τόσο τις φωτεινές, όσο και τις σκοτεινές.
Δεν υπάρχει άλλος δρόμος
Πρέπει να αποκαλύψουμε , να αναγνωρίσουμε και να αποδεχτούμε αυτό το σημαντικό κομμάτι μας, να το βοηθήσουμε να ανθίσει για να απορροφήσουμε τις θετικές ποιότητές του.
Είναι απαραίτητο να παραμείνουμε κατά κάποιο τρόπο «παιδί», ακόμα και στην ενηλικίωση.
Η υποστήριξη του διαλογισμού
Γιατί να διαλογίζομαι;
Τόσο κατά τη διάρκεια της δουλειάς όσο και μετά από αυτήν, θεωρούμε ουσιαστική και μεγάλης σημασίας την πρακτική του διαλογισμού.
Ο διαλογισμός δημιουργεί χώρο για σιωπή και ησυχία.
Σε αυτόν τον χώρο, δεν υπάρχουν πια επικριτικές φωνές, αλλά επικρατεί μία βαθιά αποδοχή για ό,τι μας έχει συμβεί.
Εκεί, η ανησυχία, ο έλεγχος και η ανασφάλεια παύουν να επικρατούν, δίνοντας χώρο να ανθίσει η εμπιστοσύνη προς την ίδια τη ροή της ζωής.
Επίσης, με τον διαλογισμό αυξάνεται η ικανότητα της παρατήρησης.
Αποκτάμε γερές βάσεις ώστε να μπορούμε να αποταυτιζόμαστε από τους ρόλους μας και να ακολουθούμε το σοφό μήνυμα του εσωτερικού παιδιού στη ζωή μας.