Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε μια γυναίκα πολύ κακιά και πέθανε.
Και δεν έμεινε ξοπίσω της ούτε μια καλή πράξη.
Την άρπαξαν τα διαβόλια και την έριξαν στη φλεγόμενη λίμνη.
Και ο φύλακας άγγελός της σκέφτηκε:
“Πώς να θυμηθώ καμιά καλή της πράξη, για να την πω στο Θεό;”
Θυμήθηκε και είπε στο Θεό:
“Αυτή”, είπε, “ Έβγαλε ένα κρεμμυδάκι από το περιβόλι της και το έδωσε σε μια ζητιάνα.”
Και του απάντησε ο Θεός:
“Πάρε, λοιπόν, αυτό το κρεμμυδάκι και δώσε της το εκεί στη λίμνη, ας πιαστεί απʼ αυτό και τότε τράβα την.
Αν τη βγάλεις από τη λίμνη, τότε ας έρθει στον Παράδεισο, αν όμως κοπεί το κρεμμυδάκι, τότε ας μείνει η γυναίκα εκεί που είναι τώρα.”
Έτρεξε ο άγγελος στη λίμνη και της πήγε το κρεμμυδάκι:
“Πιάσου γυναίκα απʼ αυτό” της είπε, “και θα σε τραβήξω.”
Κι άρχισε να την τραβάει προσεκτικά, μα σαν την είδαν οι άλλοι αμαρτωλοί μέσα στη λίμνη, άρχισαν να πιάνονται από τα πόδια της για να βγουν κι αυτοί μαζί της.
Μα η γυναίκα άρχισε να τους κλωτσάει και φώναξε:
“Εμένα βγάζουν κι όχι εσάς, δικό μου είναι το κρεμμυδάκι”!
Και μόλις το είπε αυτό, το κρεμμυδάκι έσπασε.
Κι ο άγγελος άρχισε να κλαίει κι έφυγε.