Μια φορά κι έναν καιρό σε μια μακρινή χώρα, σε μια πόλη κρυμμένη μέσα στη ζούγκλα, γεννήθηκε ένα κορίτσι, που έγινε, όταν μεγάλωσε η πιο όμορφη γυναίκα της γης.
Δεν υπήρχε άνθρωπος που να την κοίταζε και η ομορφιά της να μην μαγνήτιζε το βλέμμα του.
Όπως έλεγαν στην πόλη της, όταν γεννήθηκε η Λούνα, τα αστέρια στον ουρανό άρχισαν να πέφτουν, επειδή δεν μπορούσαν να ανταγωνιστούν την ομορφιά της.
Εκείνη τη νύχτα είχε πανσέληνο και γι αυτό η οικογένεια της μικρής την ονόμασε Λούνα, δηλαδή Σελήνη.
Από μικρή η Λούνα σπάνια έβγαινε από το σπίτι της.
Τα βράδια μόνον συνήθιζε να κάθεται στο παραθύρι της και να παρατηρεί τον ουρανό και τότε τα παλικάρια της περιοχής μαζεύονταν για να δουν το πρόσωπό της.
Εκείνη δεν έριχνε τα μάτια της στη γη και όταν η μάνα της και η γιαγιά της, της έλεγαν ότι ήρθε η ώρα να διαλέξει τον εκλεκτό της καρδιά της εκείνη απαντούσε κοφτά, κόβοντας κάθε συζήτηση:
– Μην ελπίζετε!
Θα κάνω άντρα μου τον πιο όμορφο που θα αποφασίσει να με παντρευτεί.
Μάλιστα, μια νύχτα, μπροστά στη μάνα της και τη γιαγιά της πήρε όρκο ότι δεν θα παντρευόταν παρά μόνον τον πιο όμορφο άντρα.
Στη συνέχεια άνοιξε την πόρτα και βγήκε, για να περπατήσει δίπλα στο ποτάμι της πόλης, όπως συνήθιζε κάθε φορά που είχε πανσέληνο.
Τα χρόνια περνούσαν και η ομορφιά της Λούνα έγινε γνωστή σε όλη τη χώρα.
Στην πόλη έφταναν παλικάρια απ’ όλη τη χώρα, για να διεκδικήσουν την καρδιά της, αλλά αυτή παρέμενε κλεισμένη στο σπίτι της και απέρριπτε όλες τις προτάσεις.
Μια νύχτα, λοιπόν, που το φεγγάρι ήταν ολόγιομο, η Λούνα είχε βγει να περπατήσει στην όχθη του ποταμού.
Εκείνη τη στιγμή, έφτασε στην πόλη μια άμαξα που μετέφερε ένα πολύ όμορφο νέο άνδρα.
Την είδε να περπατά δίπλα στο ποτάμι και τα μάτια του έμειναν επάνω της.
Δεν είχε δει πιο σπάνια ομορφιά.
Ο έρωτας γι αυτήν φώλιασε αμέσως στην καρδιά του.
Προσπάθησε να της μιλήσει, αλλά μάταια.
Την είδε όταν η Σελήνη άρχισε να γέρνει στον ουρανό να παίρνει το δρόμο για το σπίτι της.
Μόλις ξημέρωσε η μέρα ο νεοφερμένος άνδρας ρώτησε στην πόλη για την περίεργη γυναίκα που είδε το βράδυ στο ποτάμι και τότε έμαθε ότι είχε αρνηθεί τον έρωτα όλων των ανδρών της περιοχής.
Της έστειλε γράμματα αγάπης, αλλά δεν πήρε απάντηση.
Της έστειλε λουλούδια και δώρα, αλλά του τα επέστρεψε.
Εκείνος, όμως, ήταν αποφασισμένος κι εκείνη δεμένη στον όρκο της.
Ο νεαρός περίμενε την πανσέληνο για να βγει από το σπίτι της η Λούνα.
Κρύφτηκε στους θάμνους στην όχθη του ποταμού και περίμενε υπομονετικά, ώσπου άκουσε το θρόισμα από τα βήματά της.
Τότε άρχισε να της τραγουδά απαλά:
«Λούνα, άκου, άκου!
Ποιος μιλά στα νερά και ποιος κλαίει;
Είμαι εγώ που φωνάζω και είμαι εγώ που κλαίω, μ’ ακούς;
Λούνα σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, μ’ ακούς; Θέλω να σε παντρευτώ μ’ ακούς;».
Η Λούνα σταμάτησε και μίλησε:
«Πού είσαι έβγα να σε δω!».
Το παλικάρι βγήκε κι εκείνη έμεινε άφωνη από την ομορφιά του.
– Πες μου που είναι το σπίτι σου κι η μάνα σου να έρθω να κανονίσουμε τις λεπτομέρειες του γάμου, της είπε καθώς πλησίαζε.
Πραγματικά, τον επόμενο μήνα η πόλη βρισκόταν στο πόδι, καθώς ετοίμαζαν το γάμο της Λούνα με τον Χεσούς.
Ο γάμος έγινε και όλοι ορκίζονταν πως δεν είχαν δει πιο ευτυχισμένο ζευγάρι στη ζωή τους.
Όλα πήγαιναν καλά.
Μάλιστα, το ζευγάρι απέκτησε και δύο παιδιά.
Ξαφνικά, όμως, ο Χεσούς άρχισε να παραμελεί τη Λούνα.
Έφευγε από την πόλη και έκανε μήνες να επιστρέψει χωρίς να στέλνει ούτε γράμμα, ούτε γραφή.
Όταν επέστρεφε ασχολούνταν μόνον με τα παιδιά του.
Η Λούνα ήταν σαν να μην υπήρχε.
Κάποτε ο Χεσούς χαιρέτισε τα παιδιά του και έφυγε, χωρίς να πει κουβέντα, ούτε για το πού πάει, ούτε για το πότε θα γυρίσει.
Οι μέρες, οι εβδομάδες και οι μήνες περνούσαν και ο Χεσούς ήταν άφαντος.
Όλοι στην πόλη αναρωτιόταν τι μεσολάβησε και η σχέση του πιο αγαπημένου ζευγαριού κατάντησε έτσι, αλλά απάντηση δεν υπήρχε.
Η Λούνα δεν απαντούσε ούτε στις ερωτήσεις της μητέρας της και της γιαγιάς της.
Ούτε κουβέντα για το θέμα.
Ίσως να πέρασαν δύο χρόνια από την τελευταία αναχώρηση του Χεσούς και όλοι, πλέον, τον είχαν ξεγράψει.
Η Λούνα δεν μιλούσε ποτέ και σε κανέναν.
Μια μέρα μαζί με τα δύο της παιδιά πήγε στο ποτάμι για να πλύνει τα ρούχα της οικογένειας.
Τότε ακούστηκε το ποδοβολητό αλόγων.
Μια άμαξα εμφανίστηκε στο ποτάμι.
Ήταν ο Χεσούς με μια άλλη γυναίκα.
Μίλησε στα παιδιά του, αλλά δεν έριξε ούτε ένα βλέμμα στη Λούνα.
Η καρδιά της κυριεύτηκε από μίσος και εκδίκηση.
Το μόνο που σκεφτόταν ήταν πώς θα εκδικηθεί τον άπιστο σύζυγό της.
Και τότε χωρίς να το πολυσκεφτεί άρπαξε τα παιδιά της και τα έπνιξε στο ποτάμι.
Έχασε το μυαλό της είπαν.
Πραγματικά, νύχτες ολόκληρες καθόταν στην όχθη του ποταμού και έκλαιγε ζητώντας από το ποτάμι να της φέρει πίσω τα παιδιά της, αλλά ήταν αργά.
Τότε απελπισμένη πια έπεσε στο ποτάμι και πνίγηκε κι αυτή.
Από τότε οι χωρικοί της περιοχής επιμένουν πως κάθε φορά που έχει πανσέληνο μια ασπροντυμένη γυναίκα περπατά στην όχθη του ποταμού και κλαίγοντας ζητεί συγχώρεση, ψάχνοντας τα παιδιά της, γι αυτό και κάθε πανσέληνο οι χωρικοί κλείνουν τα παιδιά τους στο σπίτι, για να τα κρατήσουν μακριά από το ποτάμι.
( Λαϊκό Μεξικάνικο τραγούδι)